συσπαστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

συσπαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συσπώμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συσπώμαι
  3. θα συσπαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συσπώμαι