σφετεριστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σφετεριστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος σφετερίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφετερίζομαι
- θα σφετεριστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφετερίζομαι