τάγκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τάγκο < → δείτε τη λέξη ταγκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τάγκο ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του ταγκό