τακτοποιήσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τακτοποιήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τακτοποιώ
  2. θα τακτοποιήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τακτοποιώ