τονιστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τονιστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τονίζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τονίζομαι
- θα τονιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τονίζομαι