τουρκοκρατηθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τουρκοκρατηθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τουρκοκρατούμαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουρκοκρατούμαι
  3. θα τουρκοκρατηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουρκοκρατούμαι