τρανώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τρανώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τρανώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρανώνω
  3. θα τρανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρανώνω