τραφικέιτορ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τραφικέιτορ < αγγλικά (παρωχημένο) trafficator
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραφικέιτορ αρσενικό άκλιτο
- βάλε τραφικέιτορ για να αλλάξουμε λωρίδα