τρεμουλιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τρεμουλιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τρεμουλιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρεμουλιάζω
  3. θα τρεμουλιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρεμουλιάζω