τρεμουλιάσουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τρεμουλιάσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρεμουλιάζω
  2. θα τρεμουλιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρεμουλιάζω