τσάκα τσάκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσάκα τσάκα : (ηχομιμητική λέξη) → δείτε τη λέξη τσακ

Έκφραση[επεξεργασία]

τσάκα τσάκα

  • γρήγορα
  • λέγεται συνηθέστερα για συντόμευση κάποιας ενέργειας
* "καθάρισε τσάκα τσάκα να φύγουμε"

Μεταφράσεις[επεξεργασία]