τσεπώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]τσεπώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τσεπώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τσεπώνω
- θα τσεπώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τσεπώνω