τσιριτρό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

τσιριτρό < (ηχομιμητική λέξη) κελαηδίσματος

Επιφώνημα[επεξεργασία]

τσιριτρό ουδέτερο στον ενικό, άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]