τυπικάρηδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τυπικάρηδες

  1. τυπικάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. τυπικάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. τυπικάρης, στην κλητική του πληθυντικού