υμνηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υμνηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υμνούμαι
- θα υμνηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υμνούμαι