υπεισέλθεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υπεισέλθεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεισέρχομαι
  2. θα υπεισέλθεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεισέρχομαι