υπενθυμίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υπενθυμίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπενθυμίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπενθυμίζω
  3. θα υπενθυμίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπενθυμίζω