υπεξαγάγουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υπεξαγάγουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεξάγω
  2. θα υπεξαγάγουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεξάγω