υπνωτιστούμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπνωτιστούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπνωτίζομαι
- θα υπνωτιστούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπνωτίζομαι