υπομνηματίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπομνηματίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπομνηματίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπομνηματίζω
- θα υπομνηματίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπομνηματίζω