υποτιμήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υποτιμήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποτιμώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποτιμώ
  3. θα υποτιμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποτιμώ