υποτονθορύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υποτονθορύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υποτονθορύζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποτονθορύζω
  3. θα υποτονθορύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποτονθορύζω