φαρμακεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρμακεύς < φάρμακον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρμακεύς αρσενικό (θηλυκό φαρμακίς)
- (επάγγελμα) εκείνος που παρασκευάζει φάρμακα ή δηλητήρια (π.χ. για παράσιτα), ο φαρμακοποιός
- εκείνος που χορηγεί δηλητήριο, που φαρμακώνει, ο δηλητηριαστής
- το θηλυκό, η φαρμακίς (γενική: της φαρμακίδος) είχε μόνον την αρνητική έννοια, δηλαδή της μάγισσας, της δηλητηριάστριας, της γόησσας