φαρμακώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φαρμακώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φαρμακώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαρμακώνω
- θα φαρμακώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαρμακώνω