φεγγοβολήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φεγγοβολήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φεγγοβολώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φεγγοβολώ
- θα φεγγοβολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φεγγοβολώ