φιλολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλολογώ < (ελληνιστική κοινή) φιλολογῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλολογώ
- ασχολούμαι με τη φιλολογία ερασιτεχνικά, την αγαπώ
- πολυλογώ, αερολογώ, δεν επικεντρώνομαι στο σημαντικό και στο πρακτέο
- Να προχωρήσουμε στην ουσία αντί να φιλολογούμε;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλολογώ
|