φιλολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλολογώ < (ελληνιστική κοινή) φιλολογῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

φιλολογώ

  1. ασχολούμαι με τη φιλολογία ερασιτεχνικά, την αγαπώ
  2. πολυλογώ, αερολογώ, δεν επικεντρώνομαι στο σημαντικό και στο πρακτέο
    • Να προχωρήσουμε στην ουσία αντί να φιλολογούμε;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]