φιλοψυχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλοψυχέω παρασύνθετο του φιλόψυχος

Ρήμα[επεξεργασία]

φιλοψυχέω - φιλοψυχῶ (συνηρημένο)

  1. αγαπώ έντονα τη ζωή μου
  2. είμαι φιλόψυχος
  3. είμαι άτολμος, δειλός

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα φιλοψυχέω αναφέρεται από τον Τυρταίο (1, 18)