φιτιλάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

το φιτιλάτο (el) ουδέτερο

  • παλαιού τύπου όπλο


Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

το φιτιλάτο (el) ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]