φιτιλάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
το φιτιλάτο (el) ουδέτερο
- παλαιού τύπου όπλο
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
το φιτιλάτο (el) ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- αγγλικά : matchlocked (en), matchlock gun, matchlock rifle, matchlock firearm, matchlock handgun, matchlock pistol