φοροδιαφύγουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φοροδιαφύγουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φοροδιαφεύγω
  2. θα φοροδιαφύγουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φοροδιαφεύγω