φρίξουμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φρίξουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρίττω
  2. θα φρίξουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρίττω