φρονιμέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

φρονιμέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φρονιμεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρονιμεύω
  3. θα φρονιμέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρονιμεύω