φρονιμέψουμε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]φρονιμέψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρονιμεύω
- θα φρονιμέψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρονιμεύω