φρονιμέψουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

φρονιμέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρονιμεύω
  2. θα φρονιμέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρονιμεύω