φρουμάξετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φρουμάξετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρουμάζω
- θα φρουμάξετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρουμάζω