φτερνιστεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φτερνιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φτερνίζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φτερνίζομαι
  3. θα φτερνιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φτερνίζομαι