φυλακώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλακώνω < μεσαιωνική ελληνική φυλακώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
φυλακώνω
- (λαϊκότροπο) το φυλακίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλακώνω
|