φυραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυραίνω < αρχαία ελληνικό ρήμα φυράω-ῶ (ζυμώνω, ανακατώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

φυραίνω

  1. (για ανθρώπους) έχω αρχίσει και παρουσιάζω προβλήματα στη μνήμη και γενικά στις πνευματικές ικανότητες λόγω ηλικίας
  2. (για υλικά) μειώνονται σε όγκο, συρρικνώνονται, ελαττώνονται

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]