χαιρετίσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χαιρετίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαιρετίζω
- θα χαιρετίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαιρετίζω