χαλαστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χαλαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαλιέμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαλιέμαι
- θα χαλαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαλιέμαι