χαλικοστρώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χαλικοστρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χαλικοστρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χαλικοστρώνω
- θα χαλικοστρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χαλικοστρώνω