χαμόγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαμόγι < μεσαιωνική ελληνική χαμόγιον (χάμω και γη)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαμόγι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]