χαντράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

χαντράρω (el)

  1. περνώ χάντρες (πχ. σε σχοινί, νήμα, κλωστή, αλυσίδα κτλ.)
  2. διακοσμώ με χάντρες
  3. διατρυπώ βώλους για να γίνουν χάντρες, χαντροποιώ, χανδροποιώ