χασμουρηθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χασμουρηθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χασμουριέμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χασμουριέμαι
- θα χασμουρηθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χασμουριέμαι