χερσαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

χερσαίοι

  1. χερσαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. χερσαίος, στην κλητική του πληθυντικού