χημικό απολίθωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χημικό απολίθωμα < → δείτε τις λέξεις χημικό και απολίθωμα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

χημικό απολίθωμα θηλυκό

  • (χημεία): απολίθωμα χημικής ουσίας όπως π.χ. οι πορφυρίνες και τα αλκάνια

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • η παρουσία τους αποκαλύπτει την ύπαρξή τους πριν τον σχηματισμό των βράχων στους οποίους εντοπίζονται.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]