χιονίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χιονίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χιονίζει
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χιονίζει
  3. θα χιονίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χιονίζει