χιονίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]χιονίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χιονίζει
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χιονίζει
- θα χιονίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χιονίζει