χρονιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χρονιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χρονιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρονιάζω
  3. θα χρονιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρονιάζω