χρυσίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χρυσίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χρυσίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρυσίζω
  3. θα χρυσίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρυσίζω