χρυσίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χρυσίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρυσίζω
  2. θα χρυσίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρυσίζω