χρωματίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χρωματίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος χρωματίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χρωματίζω
  3. θα χρωματίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χρωματίζω